- ὑπηργμένων
- ὑπάρχωbeginperf part mp fem gen plὑπάρχωbeginperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογιστής — ο θηλ. λογίστρια (Α λογιστής) [λογίζομαι] νεοελλ. 1. αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια… … Dictionary of Greek